μαγειρικῶν

μαγειρικῶν
μαγειρικός
fit for a cook
fem gen pl
μαγειρικός
fit for a cook
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλισία — και αλισιά και αλουσιά, η σταχτόνερο, δηλ. νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησιμοποιείται για το λούσιμο τής κεφαλής ή για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών, εσωρούχων κ.λπ. αλισίβα, θολόσταχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. lissia για τον τ. αλουσιά πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… …   Dictionary of Greek

  • επικασσιτέρωση — η επικάλυψη μεταλλικών αντικειμένων και κυρ. μαγειρικών σκευών με κασσίτερο για πρόληψη τής οξειδώσεως ή για διακοσμητικούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί κασσιτερώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επικασσιτέρωσις μαρτυρείται από το 1885 στον Αναστ. Κ. Δαμβέργη] …   Dictionary of Greek

  • καλαϊντίζω — και καλαϊδίζω και καλαϊλαδίζω [καλάι] κασσιτερώνω, γανώνω, καλύπτω με κασσίτερο την, εσωτερική κυρίως, επιφάνεια διαφόρων μαγειρικών σκευών …   Dictionary of Greek

  • κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρολικά — τα [κατσαρόλα] το σύνολο τών μαγειρικών σκευών …   Dictionary of Greek

  • λάντζα — (I) και λάντσα, η 1. στρογγυλό δοχείο ή καζάνι που χρησίμευε για το πλύσιμο τών πιάτων και τών μαγειρικών σκευών 2. το πλύσιμο αυτών τών αντικειμένων («σήμερα πρέπει να κάνεις εσύ τη λάντζα») 3. μικρή βάρκα για μεταφορά επιβατών και φορτίων, από… …   Dictionary of Greek

  • λαρνάκι — το (AM λαρνάκιον) [λάρναξ] μικρή λάρνακα νεοελλ. 1. πέτρινο ή κτιστό κατασκεύασμα για πλύσιμο μαγειρικών σκευών 2. σκάφη για πότισμα ζώων μσν. φέρετρο …   Dictionary of Greek

  • μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… …   Dictionary of Greek

  • μπαχαρικό — το [μπαχάρι] συν. στον πληθ. τα μπαχαρικά γενική ονομασία τών μαγειρικών αρωματικών καρυκευμάτων, όπως είναι η κανέλα, το μοσχοκάρυδο κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”